ἀβούλων

ἀβούλων
ἄβουλος
inconsiderate
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀβουλῶν — ἀβουλέω to be unwilling pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουκουμάς — και λουκμάς ο 1. είδος γλυκίσματος από αραιή ζύμη αλεύρου σε βώλους οι οποίοι τηγανίζονται σε καυτό λάδι και περιχύνονται με σιρόπι και κανέλα 3. μτφ. χαρακτηρισμός προσώπων νωθρών και άβουλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lokma] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”